μεταπλάσει

μεταπλάσει
μετάπλασις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεταπλάσεϊ , μετάπλασις
fem dat sg (epic)
μετάπλασις
fem dat sg (attic ionic)
μεταπλάσσω
mould differently
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταπλάσσω
mould differently
fut ind mid 2nd sg
μεταπλάσσω
mould differently
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετερόπτερα — Τάξη ημιπτεροειδών εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, η οποία αριθμεί περίπου 25.000 χερσόβια και υδρόβια είδη. Τα έντομα αυτά έχουν μεταπλάσει τα εμπρόσθια πτερύγια σε ημιέλυτρα, τα οποία –όταν το ζώο μένει ακίνητο– τοποθετούνται οριζόντια πάνω στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”